- διασῷσαι
- διασῴζωpreserve throughaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασώσαι — διασώσαῑ , διασῴζω preserve through aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασῶσαι — διασῴζω preserve through aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek